αμφοδάρχης

αμφοδάρχης
(I)
ἀμφοδάρχης, ο (Α)
ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + -αρχης < ἄρχω].
————————
(II)
ο αρχ.
αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) και αργότερα τον έλεγχο τής φορολογίας κατά συνοικίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμφοδάρχαις — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοδάρχου — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοδάρχῃ — ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοδάρχας — ἀμφοδάρχᾱς , ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc acc pl ἀμφοδάρχᾱς , ἀμφοδάρχης officer commanding troops levied in a ward masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμφοδον — ἄμφοδον, το (Α) 1. οδός, δρόμος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τμήμα πόλης, συνοικία, γειτονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. *ἄμφοδος < ἀμφι* + ὁδὸς (πρβλ. τρί οδος, άνοδος, κάθοδος κλπ) ΣΥΝΘ. (αρχ) ἀμφοδάρχης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”